αιθανόλη

αιθανόλη
Βλ. λ αιθυλική αλκοόλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αιθυλική αλκοόλη — Η αλκοόλη που αντιστοιχεί στο αιθάνιο. Πρόκειται για το υγρό το γνωστό ως οινόπνευμα. Λέγεται και αιθανόλη. Έχει τύπο CΗ3CH2OH (βλ. λ. αλκοόλες, βουταδιένιο, εστέρες, ζύμωση, θερμόμετρο, πετρέλαιο, νάτριο). * * * ή αιθανόλη, η Χημ. το οινόπνευμα …   Dictionary of Greek

  • διαιθυλεστέρες — Εστέρες οργανικών και ανόργανων πολυδύναμων οξέων, όπου δύο όξινα υδροξύλια έχουν αποκατασταθεί από αιθύλιο (C2H5 ). Είναι ενώσεις με διάφορες χρήσεις στην αρωματοποιία, στην οργανική σύνθεση κ.α. ανθρακικός (CH3CH2)2CO3. Εστέρας του ανθρακικού… …   Dictionary of Greek

  • αλκοξύλια — τα Χημ. μονοσθενείς ρίζες γενικού τύπου R O οι οποίες προκύπτουν από τις αλκοόλες με την αφαίρεση τού υδρογόνου τού υδροξυλίου τους [CH3 OH μεθανόλη CH3 O μεθοξύλιο, CH3CH2 OH αιθανόλη CH3CH2 O αιθοξύλιο κ.λπ.]. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν …   Dictionary of Greek

  • ινωδογόνο — Πρωτεΐνη που περιέχεται στο πλάσμα του αίματος, ανήκει στην ομάδα των σφαιρινών και συντελεί στην πήξη του αίματος. Επίσης, το ι. περιέχεται και σε μεγάλο αριθμό υγρών του σώματος, όπως για παράδειγμα η λέμφος. Έχει μοριακό βάρος περίπου 350.000… …   Dictionary of Greek

  • οινόπνευμα — το κοινή ονομασία τής χημικής ένωσης αιθυλική αλκοόλη ή αιθανόλη, αλλ. σπίρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + πνεῦμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στο περιοδικό Αιγιναία] …   Dictionary of Greek

  • τριβρωμοαιθανόλη — η, Ν (φαρμ.) κοινή ονομασία τής τριβρωμαιθυλικής αλκοόλης η οποία χρησιμοποιείται για γενική αναισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tribromoethanol < tri (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + bromo (< γαλλ. brome «βρώμιο») + ethanol… …   Dictionary of Greek

  • υδροβενζοΐνη — η, Ν χημ. συνοπτική ονομασία τών διαστεροϊσομερών μορφών δικυκλικής αρωματικής ένωσης, μιας γλυκόλης που είναι γνωστή και ως 1,2,διφαινυλο αιθανόλη και η οποία προκύπτει κατά την αναγωγή τής βενζοΐνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • αλκοόλες — Οργανικές ενώσεις των οποίων οι χημικοί τύποι προέρχονται από τους υδρογονάνθρακες και περιέχουν μια ομάδα, η οποία αποτελείται από ένα άτομο οξυγόνου και ένα υδρογόνου. Παριστάνεται με τον τύπο ΟΗ και ονομάζεται υδροξύλιο. Ανάλογα με το πλήθος… …   Dictionary of Greek

  • γερανιόλη — Άκυκλη, πρωτοταγής αλκοόλη, του τύπου C9H15 – CH2OH. Είναι άχρωμο υγρό, με ευχάριστη οσμή ρόδων, έχει σημείο βρασμού 229 230°C και πυκνότητα 0,889 gr/cm3 (20°C). Δεν είναι διαλυτή στο νερό, αλλά διαλύεται στην αιθανόλη και στον αιθέρα. Είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”